проводить ~ - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

проводить ~ - translation to Αγγλικά


проводить      
провести2
v.
lead, conduct, draw, develop, carry out, maintain; приводя подобные члены, collecting similar terms
проводить      

I


см. тж. выполнять; осуществлять


• The absorption of HC1 is often conducted (or carried out) without cooling.


• Much research work has been accomplished.


II


• A piece of iron or steel can be magnetized by stroking it in one direction with a magnet.

to carry out      
проводить (анализы, опыты)
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για проводить ~
1. - Расхождения были не по поводу проводить мировую революцию или не проводить, а как именно ее проводить?
2. Было только два варианта - проводить выборы и не проводить.
3. Нежелательно проводить переговоры и подписывать важные бумаги, проводить хирургические операции.
4. Проводить или не проводить заместительную гормональную терапию решает сама женщина.
5. - Приходится проводить профилактические мероприятия.
Μετάφραση του &#39проводить&#39 σε Αγγλικά